- μινύρισμα
- το (Α μινύρισμα)1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.)2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκινεοελλ.κλαψούρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μινυρίζω. Ο τ. μινύριγμα «είδος εδωδίμου» εμφανίζει λαρυγγικό σύμφωνο -γ- ως προϊόν αναλογίας, ενώ η σημασία του θεωρείται αμφίβολη].
Dictionary of Greek. 2013.