μινύρισμα

μινύρισμα
το (Α μινύρισμα)
1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.)
2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι
νεοελλ.
κλαψούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μινυρίζω. Ο τ. μινύριγμα «είδος εδωδίμου» εμφανίζει λαρυγγικό σύμφωνο -γ- ως προϊόν αναλογίας, ενώ η σημασία του θεωρείται αμφίβολη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μινύρισμα — warbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίσμασιν — μινύρισμα warbling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίσματα — μινύρισμα warbling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίσματος — μινύρισμα warbling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLUMBA — I. COLUMBA Ordo militaris a Iohanne I. Castellae Rege institutus, A. C. 1379. Segoviae. Alii hoc filio eius Henrico III. A. C. 1399. tribuunt. columba ordinis insigne, qui minime diuturnus fuit. Favinus, l. 6. p. 1229. II. COLUMBA Veneris apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μινύριγμα — μινύριγμα, τὸ (Α) είδος εδωδίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύρισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”